- φασουλάκια
- ταβλ. φασολάκια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φασολάκι — και φασουλάκι, το, Ν [φασόλι / φασούλι] 1. υποκορ. τ. τού φασόλι 2. συν. στον πληθ. τα φασολάκια και φασουλάκια α) οι χλωροί καρποί τής φασολιάς («τα φασολάκια ήταν ακριβά σήμερα στη λαϊκή») β) λαδερό φαγητό που γίνεται με χλωρούς καρπούς… … Dictionary of Greek
φασολάκια — φασολάκια, τα και φασουλάκια, τα 1. η φασολιά (βλ. λ.). 2. οι χλωροί καρποί της φασολιάς: Ακρίβυναν τα φασολάκια. 3. το φαγητό που γίνεται με τους χλωρούς καρπούς της φασολιάς: Σήμερα φάγαμε φασολάκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)